- ἐπιπορευομένων
- сходящихся
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐπιπορευομένων — ἐπιπορεύομαι travel pres part mp fem gen pl ἐπιπορεύομαι travel pres part mp masc/neut gen pl ἐπιπορεύομαι travel pres part mp fem gen pl ἐπιπορεύομαι travel pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)